σκιώδης

σκιώδης
ης, ωδές
1) неясный, еле заметный, смутный, туманный; 2) затенённый, тенистый; 3) жив. теневой; 4) тёмный (о красках, цвете)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκιώδης" в других словарях:

  • σκιώδης — shady masc/fem acc pl (attic epic doric) σκιώδης shady masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σκιώδης shady masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιώδης — ες / σκιώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκιά] σκιερός νεοελλ. 1. μτφ. όμοιος με σκιά 2. συνεκδ. πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτος («σκιώδης αντίσταση») 3. φρ. «σκιώδης κυβέρνηση» ομάδα στελεχών την οποία συγκροτεί το κόμμα τής αξιωματικής αντιπολίτευσης,… …   Dictionary of Greek

  • σκιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, σχεδόν ανύπαρκτος, φανταστικός, όχι πραγματικός: Η αντιπολίτευση σχημάτισε σκιώδη κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιώδει — σκιώδης shady masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκιώδης shady masc/fem/neut dat sg σκιώδεϊ , σκιώδης shady dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιώδη — σκιώδης shady neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκιώδης shady masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκιώδης shady masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιῶδες — σκιώδης shady masc/fem voc sg σκιώδης shady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιώδεις — σκιώδης shady masc/fem acc pl σκιώδης shady masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιωδῶν — σκιώδης shady masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιωδῶς — σκιώδης shady adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιώδεσι — σκιώδης shady masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιώδεσιν — σκιώδης shady masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»